- δάκῃς
- δάκνωbiteaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δάκηις — δάκῃς , δάκνω bite aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμοδακής — θυμοδακής, ές (Α) αυτός που δαγκώνει την καρδιά, αυτός που προξενεί λύπη στην καρδιά («θυμοδακὴς γὰρ μῡθος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + δακής (< δάκος «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. σηψι δακής, ωμο δακής] … Dictionary of Greek
λαιμοδακής — λαιμοδακής, ές (Α) αυτός που δαγκώνει τον λαιμό, αυτός που αγκιστρώνεται στον φάρυγγα («ἀγκίστρων λαιμοδακεῑς ἀκίδας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δακής (< δάκος, τὸ «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. θυμο δακής, σαρκο δακής] … Dictionary of Greek
σαρκοδακής — ές, Α (ποιητ.) αυτός που δαγκώνει ή και τρώγει σάρκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + δακής (< δάκος, τὸ < δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θυμο δακής, λαιμο δακής] … Dictionary of Greek
σηψιδακής — ές, Α (για ερπετά) αυτός που προκαλεί σήψη με το δήγμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆψις + δακής (< δάκος, τὸ, «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. λαιμο δακής, σαρκο δακής] … Dictionary of Greek
ωμοδακής — ές, Α αυτός που δαγκώνει άγρια, εξαγριωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + δακής (< δάκος [τὸ] < δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. αὐτο δακής] … Dictionary of Greek
Dakis Joannou — (griechisch Δάκης Ιωάννου, * 1939 in Nikosia, Zypern) ist ein zyprischer Industrieller und Unternehmer, der in Athen lebt. Bekannt wurde er vor allem als Kunstsammler und besitzt eine der wichtigsten Sammlungen zeitgenössischer Kunst… … Deutsch Wikipedia
Regionalwahlen in Griechenland 2010 — Mit der Umsetzung des Kallikratis Programms wurde für die dreizehn griechischen Regionen die Selbstverwaltung ab dem 1. Januar 2011 eingeführt. Die ersten griechischen Regionalwahlen fanden am 7. und 14. November 2010 statt. Zu wählen waren die… … Deutsch Wikipedia
ψηφηδακώ — έω, Α καταδικάζω με την ψήφο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + δακῶ (< δακής < θ. δακ τού δάκνω «κεντώ, λυπώ, ενοχλώ»)] … Dictionary of Greek